- τηβεννοφόρος
- -α, -ο / τηβεννοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και τηβεννηφόρος, -ον, Ααυτός που φορεί τήβεννο, ντυμένος με τήβεννο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τήβεννος + -φόρος* (< φέρω). Ο τ. τηβεννηφόρος για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
τηβεννηφόρος — ον Α βλ. τηβεννοφόρος … Dictionary of Greek
τηβεννοφορώ — έω, Α [τηβεννοφόρος] φορώ τήβεννο, είμαι ντυμένος με τήβεννο … Dictionary of Greek